- προστριβῇ
- προστρίβωrub onaor subj pass 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προστριβή — η, Ν 1. πρόστριψη 2. μτφ. διένεξη, φιλονικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προστρίβω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Αγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
προστριβή — η διαφωνία, διένεξη, φιλονικία, μάλωμα: Έχει ταχτικά προστριβές με τα πεθερικά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρήγμα — Διάρρηξη ενός στρώματος του φλοιού της Γης, λιγότερο ή περισσότερο βαθιά, κατά μήκος της οποίας τα αποχωριζόμενα τεμάχια υφίστανται σχεδόν πάντα μετακίνηση, που ποικίλλει από λίγα εκατοστά έως χιλιάδες μέτρα. Τα Ρ., που γενικά έχουν τεκτονική… … Dictionary of Greek
γερμανικές γλώσσες — Ομάδα ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, οι οποίες με τη σύγκριση των κοινών χαρακτηριστικών τους επιτρέπουν την ανασυγκρότηση μιας κοινής γερμανικής, που αποτελεί το ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ των γλωσσών αυτών και της ινδοευρωπαϊκής. Η κοινή αυτή γερμανική… … Dictionary of Greek
δημοκηδής — (τέλη 6ου – αρχές 5ου αι. π.Χ.). Γιατρός από τον Κρότωνα. Επειδή ήρθε σε προστριβή με τον πατέρα του Καλλιφώνα, επίσης γιατρό, κατέφυγε στην Αίγινα όπου του δόθηκε το αξίωμα του δημόσιου γιατρού. Ύστερα από τρία χρόνια πήγε στην Αθήνα, αλλά μετά… … Dictionary of Greek
διαπληκτισμός — ο (Α διαπληκτισμός) [διαπληκτίζομαι] 1. ανταλλαγή ύβρεων ή γρονθοκοπημάτων 2. διαμάχη, προστριβή … Dictionary of Greek
παράτριψις — ἡ, ΜΑ [παρατρίβω] ελαφρή τριβή, ελαφρό, ανεπαίσθητο άγγιγμα («κατὰ παράτριψιν καὶ σύγκρουσιν νεφῶν», Διογ. Λαέρ.) αρχ. 1. η προστριβή δύο σωμάτων μεταξύ τους, η τριβή ενός σώματος με άλλο 2. (για πολύτιμες ύλες) η τριβή μιας ύλης κοντά ή δίπλα σε … Dictionary of Greek
παρατριβή — ἡ, ΝΑ [παρατρίβω] τριβή ενός πράγματος με άλλο, τριβή πραγμάτων μεταξύ τους («ἐκ παρατριβῆς ξύλων εὗρον πῡρ», Φίλ.) αρχ. 1. τριβή δύο σωμάτων, συνουσία, συνεύρεση («ἐκ παρατριβῆς καὶ σπέρματος ἀνδρός», Επιφ.) 2. μτφ. προστριβή, σύγκρουση,… … Dictionary of Greek
παρεμπίπραμαι — Α φλογίζω, ανάβω με προστριβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐμπίπρημι «ανάβω»] … Dictionary of Greek
προσομόργνυμι — Α (κυρίως το μέσ.) προσομόργνυμαι μεταδίδω κάτι σε κάποιον με προστριβή, τού προσάπτω, τού προσκολλώ κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὀμόργνυμαι «σφουγγίζω, σκουπίζω»] … Dictionary of Greek